Μια «Άλλη Πόλη» που Αντιστέκεται Δημιουργικά στη Μιζέρια του Εθνολαϊκισμού
του Γιώργου Στάμκου
Salonica: Dark City?
Τα τελευταία χρόνια ένα μίζερο φάντασμα πλανιέται πάνω από τη Θεσσαλονίκη. Το φάντασμα του εθνολαϊκισμού. Μέχρι πρόσφατα η Θεσσαλονίκη πίστευε πως είχε τελειώσει με το παρελθόν. Το παρελθόν όμως δεν τέλειωσε μ’ αυτή. Σκοταδιστικές δυνάμεις, που πρακτορεύουν ένα νέο Μεσαίωνα, έχουν συμπτύξει μια ανίερη συμμαχία με τους νεοσυντηρητικούς κι έχουν σχεδόν καταλάβει την πόλη. Πολιτική, τοπική αυτοδιοίκηση, οικονομία, Εκκλησία και διάφοροι κρατικοδίαιτοι θεσμοί έχουν καταληφθεί από μια σκληροπυρηνική μειοψηφία ελληναράδων και εθνολαϊκιστών, που έχουν το μυαλό τους στραμμένο μονίμως στο παρελθόν.
Με σύνθημα «όπισθεν ολοταχώς» αυτοί οι επίδοξοι «θεσσαλονικάρχες» προσπαθούν να χαϊδέψουν τα, ευαίσθητα ακόμη και στις ιδανικότερες συνθήκες, λαϊκά, εθνικά, αθλητικά και τοπικιστικά συναισθήματα των κατοίκων της πόλης, καλλιεργώντας ταυτόχρονα στους Θεσσαλονικείς μια σειρά από φοβικά συμπλέγματα ανασφάλειας και κατωτερότητας, με απώτερο στόχο τη διανοητική τους ομηρία. Αυτή η ιδιότυπη «κατοχή» της Θεσσαλονίκης έχει προκαλέσει προσωρινή παράλυση και διανοητική σύγχυση σε σημαντικό κομμάτι των κατοίκων της, ταυτόχρονα όμως έχει ωθήσει στη δημιουργία ενός άτυπου «μετώπου αντίστασης» των προοδευτικών και σκεπτόμενων Θεσσαλονικέων, που διεκδικούν το όνειρο της ανοικτής και δημοκρατικής μητρόπολης των Βαλκανίων.
Η Θεσσαλονίκη αστράφτει μες στο σκοτάδι της. Μοιάζει με μια μεταβυζαντινή Ντίσνεϊλαντ, όπου στο ρόλο του Μίκυ Μάους και της παρέας του, βρίσκονται ο Ψωμιάδης, ο Παπαγεωργόπουλος, ο Μητροπολίτης Άνθιμός και ο Παπαθεμελής, οι οποίοι συνθέτουν ένα απίστευτο εθνολαϊκιστικό κιτς, διανθισμένο με έντονες πινελιές Λιακόπουλου, Κωνσταντινίδη και άλλων «τηλεμάρκετινγκ εθνικιστών». Τα πράγματα θα ήταν τραγικά αν δεν υπήρχε μια άφθονη δόση γραφικότητας, που φτάνει σε σημείο γελοιότητας.
Ενάμισι εκατομμύριο άνθρωποι, αυτοεγκλωβισμένοι στις βόρειες ακτές του Θερμαϊκού, είναι αναγκασμένοι να παλεύουν με τους δαίμονες του παρελθόντος που έχουν αναστήσει οι «νεκρόφιλοι» εθνολαϊκιστές, ενώ ταυτόχρονα αγωνίζονται για την πνευματική και υλική τους επιβίωση.
Ένας ακήρυκτος πόλεμος βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη με έπαθλο το μέλλον τη πόλης. Θεσσαλονικείς theocons (θεοσυντηρητικοί) διεξάγουν το δικό τους «πολιτιστικό πόλεμο» κατά των φιλελεύθερων και προοδευτικών καλλιτεχνών και διανοούμενων της πόλης. Νεομακεδονομάχοι σηκώνουν κάθε τρεις και λίγο τα φλάμπουρα της επανάστασης, κατηγορώντας ως «προδότη της πατρίδας» οποιοδήποτε σκεπτόμενο Έλληνα τολμήσει να κριτικάρει το στείρο και αδιέξοδο ελληναράδικο εθνολαϊκισμό τους ή, για τα αυτονόητα σε δημοκρατίες, ατομικά και μειονοτικά δικαιώματα.
Νεοσυντηρητικοί πολιτικοί προσπαθούν να ελέγξουν τις λαϊκές μάζες της πόλης, καλλιεργώντας συστηματικά κάθε λογής φοβίες στα μυαλά των Θεσσαλονικέων, οι οποίοι αισθάνονται αποκλεισμένοι από τα οφέλη της νέας παγκοσμιο-ποιημένης οικονομίας (σε αντίθεση με τους Αθηναίους) κι αναζητούν διέξοδο στα προβλήματα του παρόντος προσφεύγοντας στο φαντασιακό. Και είναι γνωστό πως ο εθνικισμός ελκύει τις συναισθηματικά και οικονομικά ευάλωτες μάζες, επειδή προσφέρει ως διέξοδο στα καθημερινά προβλήματα τη φυγή προς το όνειρο (π.χ. με τη συνεχή επίκληση των «ενδόξων» αρχαίων προγόνων, με το υπερβολικό φούσκωμα της «μεταφυσικής» διαμάχης για το όνομα Μακεδονία κλπ.). Πολλοί Θεσσαλονικείς, που είναι ένοικοι των κατώτερων επιπέδων της πνευματικής πολυκατοικίας, υποκύπτουν εύκολα στον εθνικισμό και στην ξενοφοβία γιατί αδυνατούν να σκεφτούν λογικά και να αντιληφθούν έτσι την πραγματική αιτία των προβλημάτων τους.
Αυτός είναι και ο βασικότερος λόγος που στις τελευταίες δημοτικές εκλογές (Οκτώβριος 2006) εμφανίστηκαν στην «εργατούπολη» και «προσφυγομάνα», αλλά πάντα δημοκρατική, Θεσσαλονίκη τόσο υψηλά ποσοστά του ΛΑΟΣ, ενός νεότευκτου πολιτικού σχηματισμού του ακραία δεξιού χώρου (άσχετα αν το ίδιο δεν το αποδέχεται) που αποθεώνει το εθνολαϊκιστικό κιτς, ποντάρει στην ξενοφοβία κι έχει ένα ακραίο συντηρητικό και αντιευρωπαϊκό προφίλ. Όπως και να ‘χει η Θεσσαλονίκη και ο λαός της παραμένουν αιχμάλωτοι των σκοταδιστικών δυνάμεων της νεοσυντηρητικής αντεπανάστασης, που απειλούν να τη μετατρέψουν σε «κλειστοφοβικό κεφαλοχώρι» της βόρειας Ελλάδας τη στιγμή μάλιστα που η πόλη θα έπρεπε να επανακτήσει το ρόλο της ανοικτής και πολυπολιτισμικής μητρόπολης των Βαλκανίων, τον οποίο και κατείχε δικαίως στους 23 αιώνες από την ίδρυσή της.
Οι Τεμπέληδες της «Εύφορης Κοιλάδας» του Φραπέ
Η αλήθεια είναι πως επιφανειακά η Θεσσαλονίκη δίνει της εντύπωση μιας ευημερούσας «χαζοχαρούμενης» πόλης με κατοίκους ερωτευμένους με τη ζωή και την καλοπέραση. Όσοι την επισκέπτονται για πρώτη φορά αποκομίζουν την εντύπωση πως πρόκειται για την καινούργια «παιδική χαρά» των Βαλκανίων. Μοιάζει με μια απέραντη μπουζουκο-φραπεδούπολη, όπου όλοι νοιάζονται μόνο για το που θα πιουν τον επόμενο φραπέ τους και σε πιο μπαρ ή μπουζουκλερί θα πάνε για να διασκεδάσουν. Αυτό δεν αποτελεί απλώς σχήμα λόγου εφόσον –τουλάχιστον σύμφωνα με στοιχεία του εμπορικού επιμελητηρίου της πόλης– ανοίγουν συνεχώς καφέ, ουζερί, μπαράκια και κλαμπ, την ώρα που οι παραγωγικές επιχειρήσεις κλείνουν η μία μετά την άλλη ή μεταναστεύουν μαζικά στις γειτονικές χώρες. Υπάρχει όντως μια ελληναράδικη νεοπλουτίστικη έπαρση σ’ αυτό το επίδοξο κέντρο του βαλκανικού καπιταλισμού. Ψεύτικες ζωές που αντανακλώνται φευγαλέα στα γκρίζα νερά του Θερμαϊκού.
Οι τεμπέληδες της «εύφορης κοιλάδας» των παραλιακών καφέ της Λεωφόρου Νίκης απολαμβάνουν «χαλαρά» το φραπόγαλο τους αμπελοφιλοσοφώντας. Πρόκειται για μια ολόκληρη στρατιά από ενήλικα παράσιτα, που ζουν ακόμη στα σπίτια των γονιών τους και αν εργάζονται το κάνουν μόνο και μόνο για να έχουν χαρτζιλίκι για καφέ, ποτά, ρούχα και κοινωνική επίδειξη. Διακατέχονται από απίστευτα ego trip και νομίζουν πως είναι το κέντρο του σύμπαντος. Φαντασιώνονται πως είναι «Κάποιοι», και πως όλος ο κόσμος οφείλει να υποκύψει στη γοητεία τους. Δεν θέλουν να σκοτίζουν το μυαλουδάκι τους με περίπλοκες σκέψεις. Δεν τους ενδιαφέρουν οι άλλοι, ούτε καν ο κόσμος που ζουν. Νοιάζονται μόνο για το πώς θα βολέψουν τον εαυτούλη τους. Γι’ αυτούς ισχύει το αξίωμα της μικροαστικής ηλιθιότητας: «Άγνοια συν (+) Αυτοπεποίθηση ίσον (=) Σίγουρη Επιτυχία».
Η βλαχογκλαμουριά –ένα περίεργο μείγμα επαρχιώτικου σνομπισμού και αδικαιολόγητης μικροαστικής έπαρσης– σε συνδυασμό με το «δήθεν», κυριαρχούν στην κοσμική ζωή της πόλης. Η νυκτερινή ζωή της Θεσσαλονίκης μοιάζει εξωτερικά με ένα συνεχόμενο πάρτι, αλλά στην ουσία είναι μια κούφια παράσταση γεμάτη ανδρείκελα, καθώς όλοι παριστάνουν ότι διασκεδάζουν. Η πραγματική διασκέδαση είναι νεκρή εδώ και πολλά χρόνια, θύμα της βιομηχανοποίησης της. Οι λίγες εξαιρέσεις τονίζουν απλώς τον κανόνα.
Τεράστια εμπορικά κέντρα ή «Στρατόπεδα Καταναλωτικής Συγκέντρωσης» έχουν περικυκλώσει την πόλη στα ανατολικά και στα δυτικά της. Το εμπόριο, όπως ήταν πάντα στην ιστορία, παραμένει ο μοναδικός ανθηρός τομέας της οικονομίας της. Ελληνικοί και, ειδικά, ξένοι επιχειρηματικοί κολοσσοί επενδύουν δεκάδες εκατομμύρια ευρώ στη δημιουργία παραρτημάτων και εμπορικών κέντρων για να πουλήσουν τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τους όχι μόνον στους διψασμένους για κατανάλωση και επίδειξη Θεσσαλονικείς, αλλά και σε όλους τους κατοίκους των Βαλκανίων. Αργά αλλά σταθερά η Θεσσαλονίκη εξελίσσεται έτσι στο μεγαλύτερο εμπορικό κέντρο των Βαλκανίων, που φιλοδοξεί να εξυπηρετήσει μελλοντικά μια εκκολαπτόμενη ενιαία αγορά 60 εκατομμυρίων καταναλωτών.
Τα Νέα «Γκέτο» της Θεσσαλονίκης
Ταυτόχρονα η πόλη απειλείται με γκετοποίηση. Από τη μια υπάρχουν εκτεταμένοι θύλακες μιζέριας και φτώχειας, κι από την άλλη πολυτελή προάστια και χλιδάτες περιοχές με πανάκριβα διαμερίσματα. Με το 1/3 περίπου του πληθυσμού της να βυθίζεται σταδιακά στην εξαθλίωση, αποτελώντας την αυξανόμενη ομάδα των νεόπτωχων (πολλοί απ΄ αυτούς είναι άνεργοι πτυχιούχοι πανεπιστημίων) και με τους μετανάστες να φθάνουν το 15-20%, η προοπτική της γκετοποίησης δεν φαντάζει και τόσο μακρινή.
Οι ζώνες της φτώχειας και οι ζώνες του πλούτου είναι πλέον χωροταξικές. Ένα «αργυρούν παραπέτασμα» χωρίζει την ευκατάστατη ανατολική Θεσσαλονίκη, από την έρημο της παλιάς και νέας φτώχειας των δυτικών συνοικιών, όπου εκτός από την εργατική και μικρομεσαία τάξη συνωστίζονται και οι μάζες των Ρωσοποντίων και των αλλοδαπών μεταναστών. Για παράδειγμα ένα νεόδμητο διαμέρισμα 120 τ.μ. στην Καλαμαριά στοιχίζει διπλάσια ή τριπλάσια απ’ ό,τι θα στοίχιζε αν κτιζόταν σε οποιονδήποτε από τους δήμους της δυτικής Θεσσαλονίκης. Η ανεργία και η υποαπασχόληση πλήττει περισσότερο τους κατοίκους της δυτικής Θεσσαλονίκης σε σχέση με τους κατοίκους της ανατολικής ή του κέντρου. Το κέντρο της πόλης (κάτω από την Εγνατία), με τα πανάκριβα ενοίκια, κατοικείται πλέον σχεδόν αποκλειστικά από μια ευδιάκριτη τάξη εύπορων ελεύθερων επαγγελματιών, εμπόρων, επιχειρηματιών, και εισοδηματιών, (όπως άλλωστε και όλο το παραλιακό μέτωπο μέχρι και την Καλαμαριά), ενώ οι απλοί εργαζόμενοι και οι μετανάστες συνωστίζονται στις λεγόμενες «λαϊκές συνοικίες» με τα φθηνά ενοίκια.
Ακόμη και η πανεπιστημιούπολη με τους 150.000 φοιτητές της –η μεγαλύτερη των Βαλκανίων!-, αποτελεί ένα είδος γκέτου μέσα στην καρδιά της πόλης, ένα «ξένο σώμα» που δεν συμμετέχει στο κοινωνικό γίγνεσθαι της πόλης.
Ο επιδεικτικός πλούτος γειτονεύει με την φτώχεια δημιουργώντας συνθήκες κοινωνικής έκρηξης. Αλλά, για την ώρα οι πληβείοι, οι κολασμένοι της Θεσσαλονίκης, είναι τηλεναρκωμένοι «πολίτες του καναπέ» –ντοπαρισμένοι από τηλεμάρκετινγκ εθνικισμό και κάθε λογής τηλεσκουπίδια– που αδυνατούν ακόμη και να βγουν από την πόρτα τους σπιτιού τους. Δεν μισούν, απλά βαριούνται. Η βαρεμάρα τους, που αναβλύζει από παντού, τους σκοτώνει σιωπηλά. Όποιος καταφέρει να τους ξυπνήσει και να τους κινητοποιήσει θα έχει κερδίσει και τη «μάχη της Θεσσαλονίκης».
Η Θεσσαλονίκη Είναι μια Διαχρονική Πολιτιστική Μήτρα
Η σημερινή Θεσσαλονίκη δεν είναι ο εαυτός της. Είναι μια γκρίζα σκιά του. Μπορεί ωστόσο να λυτρωθεί από τα κλειστοφοβικά της συμπλέγματα, να απαλλαγεί από την κλίκα των εθνολαϊκιστών που την απομυζούν και να αποτινάξει από πάνω της την επαρχιώτικη μιζέρια που της έχουν αδικαιολόγητα προσάψει. Μπορεί εύκολα να καταφέρει κάτι τέτοιο επειδή υπάρχουν ακόμη στην πόλη, παρά την αφαίμαξη ανθρώπινου δυναμικού που υφίσταται διαρκώς, πολλές δημιουργικές δυνάμεις που είναι σε θέση να τη ρυμουλκήσουν προς ένα φωτεινό μέλλον, αντάξιο της ιστορίας μιας κοσμοπολίτικης πόλης που για 23 αιώνες ήταν το πραγματικό κέντρο των Βαλκανίων. Υπάρχει ένα αόρατο υπόστρωμά εποχών και πολιτισμών, που έπεσαν σαν ξερά φύλλα και γονιμοποίησαν το έδαφός της Θεσσαλονίκης, γι’ αυτό και η πόλη ήταν πάντα μια μήτρα που γεννούσε συνεχώς νέες ιδέες, γεμάτη με διάθεση δημιουργίας και αλλαγής.
Η Θεσσαλονίκη υπήρξε για αιώνες η πολιτιστική μήτρα των Βαλκανίων. Πολλά κινήματα και πολλές ιδεολογίες ξεκίνησαν από αυτή (π.χ. ομοσπονδία Βαλκάνιων εργατών, κίνημα Νεότουρκων, κίνημα Βενιζέλου, αγώνας του Γρηγόρη Λαμπράκη κ.α.). Καλλιτεχνικά ρεύματα, σχολές ποιητικής και φιλοσοφικής σκέψης, μουσικά κινήματα, πολιτικές ιδέες, τεχνολογικές καινοτομίες ακόμη και πρωτοποριακές επιχειρήσεις ξεκίνησαν από αυτή, για να διαχυθούν στη συνέχεια και στην υπόλοιπη Ελλάδα.
Αποτελεί κοινό μυστικό άλλωστε πως η Θεσσαλονίκη διαμόρφωσε το σύγχρονο λαϊκό ελληνικό τραγούδι, από τον Βασίλη Τσιτσάνη, τον Σταύρο Κουγιουμτζή και τον Διονύση Σαβόπουλο, μέχρι τον Πασχάλη Τερζή και τον Αντώνη Ρέμο. Δεκάδες σημαντικοί τραγουδιστές, μουσικοί, στιχουργοί και συνθέτες, που διαμόρφωσαν τη λαϊκή μουσική στην Ελλάδα, γεννήθηκαν στη Θεσσαλονίκη ή πέρασαν ένα μεγάλο δημιουργικό τους διάστημα. Για όλους αυτούς η πόλη υπήρξε μια μοναδική πηγή έμπνευσης. Το ίδιο ισχύει και στους χώρους της ποίησης και της λογοτεχνίας, των εικαστικών τεχνών και του θεάτρου, της φιλοσοφικής σκέψης και της επιστήμης, των media και της πολιτικής: η Θεσσαλονίκη προσέφερε πάντα περισσότερα στην υπόλοιπη Ελλάδα απ’ όσα η ίδια λάμβανε, ειδικά στο χώρο των πνευματικών ανθρώπων. Και αυτό είναι κάτι που συνεχίζεται.
Για όσους γνωρίζουν τη Θεσσαλονίκη και τη μακραίωνη ιστορία της αυτό είναι κάτι το φυσιολογικό. Διαχρονικά η πόλη υπήρξε ένας κοσμοπολίτικος κόμβος μεταξύ Ανατολής και Δύσης, Βορρά και Νότου και γι΄ αυτό εξελίχθηκε σε «αλχημιστικό εργαστήρι» σύνθεσης μοναδικών τάσεων που διέρρεαν τον Ελληνισμό. Αυτό συμβαίνει ακόμη και σήμερα καθώς η Θεσσαλονίκη είναι η μοναδική πόλη της Ελλάδας που συνδέει τόσο ουσιαστικά το προσφυγικό στοιχείο της Κωνσταντινούπολης, της Ανατολικής Θράκης, της Μικρά Ασίας και του Πόντου (με όλα τα πολιτιστικά στοιχεία που έφερε μαζί του) με τους ντόπιους πληθυσμούς (και την κουλτούρα τους) της Μακεδονίας και της υπόλοιπης Ελλάδας, που εγκαταστάθηκαν σ’ αυτή. Το αποτέλεσμα αυτού του συνδυασμού ήταν κάτι το μοναδικό και έδωσε καρπούς στη μουσική, στη γεύση και στη λογοτεχνία, τομείς στους οποίους η Θεσσαλονίκη υπερέχει διαχρονικά.
Σήμερα η Θεσσαλονίκη παλεύει να βρει το δρόμο της για το μέλλον, ενώ ταυτόχρονα συνεχίζει να παίζει το ρόλο της «Βαρκελώνης της Ελλάδας», δηλαδή ενός δεύτερου πόλου της χώρας, απ’ όπου εκπορεύονται οι μοναδικές αξιόπιστες εναλλακτικές προτάσεις στο «mediaκο ψέμα» που καταδυναστεύει ολόκληρη τη χώρα. Από αυτή την άποψη η Θεσσαλονίκη είναι sui generis εναλλακτική πόλη. Υπάρχει ωστόσο πρόβλημα χαμένης αυτοπεποίθησης την οποία η πόλη πρέπει να επανακτήσει για να βγει από τη «μπαγιατίλα» και την εσωστρέφεια, στην οποία σκόπιμα την έχουν καταδικάσει. Αυτό είναι κι ένα από τα στοιχήματα της εναλλακτικής Θεσσαλονίκης.
Υπάρχει λοιπόν η εναλλακτική Θεσσαλονίκη, ένα ολόκληρο παράλληλο σύμπαν, που προτείνει, αμφισβητεί, σκέφτεται και δημιουργεί σιωπηλά, συχνά από το περιθώριο. Η εναλλακτική Θεσσαλονίκη δεν ορίζει τον εαυτό της σε σχέση με την Αθήνα, ούτε ως «αντίπαλο δέος» της, αλλά διατηρεί την αυτονομία της σκέψης και της δράσης της. Αντιλαμβάνεται περισσότερο τον εαυτό της ως μια όαση δημιουργίας και ιδιαιτερότητας, που αντιστέκεται στο κιτσάτο, γλοιώδη και ρηχό νεοελληνικό mainstream απ’ όπου κι αν προέρχεται. Είναι ένας σουρεαλιστικός χώρος της Θεσσαλονίκης που αντιστέκεται δημιουργικά με την τέχνη, το τραγούδι, το θέατρο, τα φευγάτα έντυπα και τα βιβλία που παράγει.
Εδώ θέλει λιγάκι προσοχή γιατί υπάρχει πάντα και η Θεσσαλονίκη που παριστάνει την είναι εναλλακτική, αλλά δεν είναι. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τα Λαδάδικα, που ξεκίνησαν στα τέλη της δεκαετίας του 1980 ως «εναλλακτικά στέκια» για τα καταντήσουν η πιο κιτς τουριστική ατραξιόν της πόλης. Η αναπαλαίωση των Λαδάδικών ήταν ένα πείραμα που δυστυχώς εξήχθη και στην Αθήνα, με αποτέλεσμα το σημερινό «έκτρωμα» του Ψυρρή.
Η εναλλακτική Θεσσαλονίκη δεν είναι τα Λαδάδικα και τα καφέ της Λεωφόρου Νίκης, δεν είναι το Principal και το Casa La Femme, δεν είναι ο Πασχάλης Τερζής και ο ΠΑΟΚ. Εναλλακτική Θεσσαλονίκη είναι το μπαρ Berlin και ο Γιάννης Αγγελάκας, είναι το αντιστασιακό καφέ Γαζία και η δισκογραφική Poeta Negra, είναι οι ΜΙΚΡΟ και ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος, είναι οι Ρωσοπόντιοι ράπερς Еuropond και η εταιρεία οπτικής επικοινωνίας Altervision. Εναλλακτική Θεσσαλονίκη είναι όλοι όσοι αντιστέκονται στην κυρίαρχη ψευδοκουλτούρα με την καλλιτεχνική τους ευαισθησία, τις ιδέες και τις προτάσεις τους. Η εναλλακτική Θεσσαλονίκη είναι τα στέκια που έχουν δική τους προσωπικότητα και άποψη, τα στέκια των αλλοδαπών που αποπνέουν νοσταλγία για τις πατρίδες τους, είναι οι διάφορες δημιουργικές κυψέλες που αγωνίζονται για την πνευματική τους αυτοδιάθεση. Η εναλλακτική Θεσσαλονίκη δεν είναι ένα μηντιακό κατασκεύασμα, δεν είναι εικονική πραγματικότητα, βρίσκεται εκεί έξω και σας περιμένει να την εξερευνήσετε.
Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΤΑΜΚΟΣ είναι ο δημιουργός και διευθυντής του περιοδικού ΖΕΝΙΘ και συγγραφέας των βιβλίων ΝΙΚΟΛΑ ΤΕΣΛΑ, ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ, ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ, ΓΚΡΙΖΑ ΕΛΛΑΔΑ: Η ΑΝΑΤΟΜΙΑ ΤΟΥ «ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΥΝΔΡΟΜΟΥ», Ο ΘΑΥΜΑΣΤΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΤΕΣΛΑ, MIND CONTROL, ΣΤΟΙΧΕΙΩΜΕΝΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ κ.α. που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις ΑΓΝΩΣΤΟ.
"Οι τεμπέληδες της «εύφορης κοιλάδας» των παραλιακών καφέ της Λεωφόρου Νίκης απολαμβάνουν «χαλαρά» το φραπόγαλο τους αμπελοφιλοσοφώντας. Πρόκειται για μια ολόκληρη στρατιά από ενήλικα παράσιτα, που ζουν ακόμη στα σπίτια των γονιών τους και αν εργάζονται το κάνουν μόνο και μόνο για να έχουν χαρτζιλίκι για καφέ, ποτά, ρούχα και κοινωνική επίδειξη. Διακατέχονται από απίστευτα ego trip και νομίζουν πως είναι το κέντρο του σύμπαντος. Φαντασιώνονται πως είναι «Κάποιοι», και πως όλος ο κόσμος οφείλει να υποκύψει στη γοητεία τους. Δεν θέλουν να σκοτίζουν το μυαλουδάκι τους με περίπλοκες σκέψεις. Δεν τους ενδιαφέρουν οι άλλοι, ούτε καν ο κόσμος που ζουν. Νοιάζονται μόνο για το πώς θα βολέψουν τον εαυτούλη τους. Γι’ αυτούς ισχύει το αξίωμα της μικροαστικής ηλιθιότητας: «Άγνοια συν (+) Αυτοπεποίθηση ίσον (=) Σίγουρη Επιτυχία»."
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο ίδιο συμβαίνει και στην Αθήνα εάν το έχετε ξεχάσει!
Κάπου στα βόρεια προάστια....
Έλεος!
Ανώνυμη
απο Βέροια.
παντου συμβαινει αυτό..έλεος miss απο Βεροια.. ας ξεκολλήσουμε λίγο από αυτή τη συγκριση..
ΑπάντησηΔιαγραφήΠάντως η "αντιστασιακή" Γαζία συμπεριφέρεται απαίσια στους εργαζόμενούς της. Χωρίς να ξεπλένω έτσι τις καφετέριες της Νίκης, που προφανώς κινούνται σε αντίστοιχη τροχιά.
ΑπάντησηΔιαγραφή