του Γιάννη Κωνσταντίνου
Οι εξελίξεις στα δημοτικά πράγματα της πόλης προμηνύονται πυκνές. Ήδη βρισκόμαστε σε μια άτυπη προ-προεκλογική περίοδο έντονων διεργασιών που αποτυπώνονται σε συλλογικά κείμενα, δηλώσεις διαθεσιμότητας, αναζητήσεις υποψηφίων και προβλέψεις για την τακτική που θα ακολουθήσουν τα δύο μεγάλα κόμματα. Οι διεργασίες αυτές, αν και προς το παρόν εμφανίζονται στο προσκήνιο του ευρύτερου χώρου της δημοτικής αντιπολίτευσης, είναι βέβαιο ότι καταλαμβάνουν το σύνολο του πολιτικού φάσματος.
Στον κοινό παρονομαστή των διεργασιών, δηλαδή σ το αίτημα για αλλαγή στη διοίκηση του δήμου, η «καυτή πατάτα» βρίσκεται στα χέρια της Νέας Δημοκρατίας. Γι` αυτήν αποτελούν οι δημοτικές εκλογές της Θεσσαλονίκης το πρώτο τεστ για τη λεγόμενη αυτοκάθαρσή της, η οποία, μάλιστα, θα έχει ως αποδέκτη όχι μία ηττημένη πρώην ηγετική ομάδα, αλλά μία διοικούσα παράταξη που της καταλογίζεται αποδεδειγμένη διαφθορά. Όποια κι αν είναι η επιλογή της (: είτε ξανά με το σύστημα Παπαγεωργόπουλου αλλά με «φρέσκο» πρόσωπο επικεφαλής είτε με ριζική ανανέωση της δημοτικής ομάδας), οι αμφίπλευρες εκλογικές απώλειες πρέπει να θεωρούνται δεδομένες.
Αντίθετα, στη μεριά της κυβέρνησης βρίσκεται η ευθύνη για τη σκιαγράφηση μίας νέας προοπτικής για την τοπική αυτοδιοίκηση μέσα στις σημερινές συνθήκες της δημοσιονομικής κρίσης. Τα σχέδιο «Καλλικράτης» με στόχο ισχυρούς δήμους απαλλαγμένους από σπατάλες, πελατειακά δίκτυα και άπνοους σχεδιασμούς, σε συνδυασμό με το νέο εκλογικό σύστημα της μικρής περιφέρειας, μπορεί να μετατοπίσει το κέντρο βάρους της πολιτικής σε πεδία πιο προσιτά στους πολίτες. Κι όσο η πολιτική πλησιάζει τους πολίτες τόσο πιο επιτακτική γίνεται η ανάγκη της αποτελεσματικότητας. Το στοίχημα, με άλλα λόγια, για το ΠΑΣΟΚ είναι να πείσει με αφορμή και τις αυτοδιοικητικές εκλογές ότι υπάρχει ακόμη περιθώριο πολιτικής και χώρος για την από κοινού άσκησή της με νέες δυνάμεις.
Τέλος, στη μεριά της καθ` ημάς τοπικής δημοτικής αντιπολίτευσης το προσκήνιο των διεργασιών αναδεικνύει ολοένα και εντονότερα το αίτημα της ενότητας χωρίς αποκλεισμούς, ηγεμονισμούς, μικρομεγαλισμούς και αλλεργίες προηγούμενων εποχών. Το αίτημα είναι πολιτικά ορθό, επειδή είναι μονοσήμαντο στο «δια ταύτα» του: απαλλαγή της πόλης από την εικοσιτετράχρονη οπισθοδρομική διοίκηση. Πλην όμως, μπορεί να εξυπηρετηθεί με πολλούς τρόπους και σε περισσότερα στάδια. Αν αυτό γίνει κατανοητό, θα εκλείψει το άγχος για γρήγορες επιλογές «πρώτου γύρου» (που συνήθως αποδεικνύονται βεβιασμένες στο δεύτερο), το άσκοπο της εμμονής σε μία και μοναδική συνταγή επιτυχίας (που συνήθως πείθει τους ήδη πεπεισμένους) και το μάταιο των ατέρμονων διαλόγων (που συνήθως εξυπηρετούν όσους έχουν προαποφασίσει τη μεμονωμένη δράση).
Στον κοινό παρονομαστή των διεργασιών, δηλαδή σ το αίτημα για αλλαγή στη διοίκηση του δήμου, η «καυτή πατάτα» βρίσκεται στα χέρια της Νέας Δημοκρατίας. Γι` αυτήν αποτελούν οι δημοτικές εκλογές της Θεσσαλονίκης το πρώτο τεστ για τη λεγόμενη αυτοκάθαρσή της, η οποία, μάλιστα, θα έχει ως αποδέκτη όχι μία ηττημένη πρώην ηγετική ομάδα, αλλά μία διοικούσα παράταξη που της καταλογίζεται αποδεδειγμένη διαφθορά. Όποια κι αν είναι η επιλογή της (: είτε ξανά με το σύστημα Παπαγεωργόπουλου αλλά με «φρέσκο» πρόσωπο επικεφαλής είτε με ριζική ανανέωση της δημοτικής ομάδας), οι αμφίπλευρες εκλογικές απώλειες πρέπει να θεωρούνται δεδομένες.
Αντίθετα, στη μεριά της κυβέρνησης βρίσκεται η ευθύνη για τη σκιαγράφηση μίας νέας προοπτικής για την τοπική αυτοδιοίκηση μέσα στις σημερινές συνθήκες της δημοσιονομικής κρίσης. Τα σχέδιο «Καλλικράτης» με στόχο ισχυρούς δήμους απαλλαγμένους από σπατάλες, πελατειακά δίκτυα και άπνοους σχεδιασμούς, σε συνδυασμό με το νέο εκλογικό σύστημα της μικρής περιφέρειας, μπορεί να μετατοπίσει το κέντρο βάρους της πολιτικής σε πεδία πιο προσιτά στους πολίτες. Κι όσο η πολιτική πλησιάζει τους πολίτες τόσο πιο επιτακτική γίνεται η ανάγκη της αποτελεσματικότητας. Το στοίχημα, με άλλα λόγια, για το ΠΑΣΟΚ είναι να πείσει με αφορμή και τις αυτοδιοικητικές εκλογές ότι υπάρχει ακόμη περιθώριο πολιτικής και χώρος για την από κοινού άσκησή της με νέες δυνάμεις.
Τέλος, στη μεριά της καθ` ημάς τοπικής δημοτικής αντιπολίτευσης το προσκήνιο των διεργασιών αναδεικνύει ολοένα και εντονότερα το αίτημα της ενότητας χωρίς αποκλεισμούς, ηγεμονισμούς, μικρομεγαλισμούς και αλλεργίες προηγούμενων εποχών. Το αίτημα είναι πολιτικά ορθό, επειδή είναι μονοσήμαντο στο «δια ταύτα» του: απαλλαγή της πόλης από την εικοσιτετράχρονη οπισθοδρομική διοίκηση. Πλην όμως, μπορεί να εξυπηρετηθεί με πολλούς τρόπους και σε περισσότερα στάδια. Αν αυτό γίνει κατανοητό, θα εκλείψει το άγχος για γρήγορες επιλογές «πρώτου γύρου» (που συνήθως αποδεικνύονται βεβιασμένες στο δεύτερο), το άσκοπο της εμμονής σε μία και μοναδική συνταγή επιτυχίας (που συνήθως πείθει τους ήδη πεπεισμένους) και το μάταιο των ατέρμονων διαλόγων (που συνήθως εξυπηρετούν όσους έχουν προαποφασίσει τη μεμονωμένη δράση).
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
ΑπάντησηΔιαγραφή